- εισηγούμαι
- εισηγούμαι, εισηγήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εισηγούμαι — (AM εἰσηγοῡμαι, έομαι) προτείνω, συνιστώ, υποδεικνύω αρχ. 1. οδηγώ, βάζω μέσα 2. παρουσιάζω κάτι νέο 3. συμβουλεύω 4. παριστάνω σε κάποιον ότι 5. αφηγούμαι, εκθέτω … Dictionary of Greek
εισηγούμαι — εισηγήθηκα, εκθέτω σε άλλους τη γνώμη ή κρίση μου για κάποιο ζήτημα, κάνω εισήγηση, προτείνω, συσταίνω: Εισηγήθηκε την απόλυση του κατηγορούμενου με εγγύηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσηγοῦμαι — εἰσηγέομαι lead in pres ind mp 1st sg (attic epic doric) εἰσηγέομαι lead in pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισηγούμαι — ἐπεισηγοῡμαι, έομαι (Α) [εισηγούμαι] εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῑς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.) … Dictionary of Greek
προεισηγούμαι — έομαι, Α [εἰσηγοῡμαι] παθ. εισηγούμαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
συνεισηγούμαι — έομαι, Α [εἰσηγοῡμαι] εισηγούμαι, προτείνω κάτι μαζί με κάποιον άλλον («ὑποτιθέμενος καὶ συνεισηγούμενος... λόγους... χρηστούς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εισκομίζω — (AM εἰσκομίζω) φέρνω μέσα, μεταφέρω στην πόλη νεοελλ. εισάγω από το εξωτερικό μσν. 1. καταθέτω 2. καταστρέφω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αρχ. 1. (για πρόσ.) οδηγώ μέσα 2. παθ. προμηθεύομαι 3. εισηγούμαι … Dictionary of Greek
εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek